λεξικολόγος

λεξικολόγος
ο , η лексиколог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "λεξικολόγος" в других словарях:

  • λεξικολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη λεξικολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικός + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Νικ. Χ. Αμβράζη] …   Dictionary of Greek

  • λεξικολογία — η 1. η επιστήμη που εξετάζει τις λέξεις από ετυμολογική, ιστορική, σημασιολογική και συντακτική άποψη 2. πραγματεία λεξικολογικού περιεχομένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Σπυρ. Κ. Παπαγεωργίου] …   Dictionary of Greek

  • λεξικολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεξικολογία. επίρρ... λεξικολογικώς και ά με λεξικολογικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ευστάθιο Σταθόπουλο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»